«Την απρόκλητη ρωσική εισβολή» καταδίκασαν οι πρόεδροι Ελλάδας και Πορτογαλίας, κατά την επίσημη επίσκεψη της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στη χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου μετά από πρόσκληση του Προέδρου Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα και εξέφρασαν «την πλήρη στήριξή» τους στην Ουκρανία και τον λαό της, «που βιώνει καταστάσεις που θεωρούσαμε ότι δεν θα ξαναδούμε στην Ευρώπη».
Η κ. Σακελλαροπούλου κατέθεσε στεφάνι στο μνήμα του εθνικού ποιητή Luís Vaz de Camões, στη Μονή Ιερωνυμιτών και ακολούθησε η παρασημοφόρησή της από τον Πρόεδρο της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, στο Προεδρικό Μέγαρο.
Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου των Προέδρων, η κ. Σακελλαροπούλου τάχθηκε υπέρ της παύσης των επιθέσεων εναντίον αμάχων στην Ουκρανία και χαρακτήρισε την προστασία και την κάλυψη των επειγουσών αναγκών των αθώων πολιτών, ζητήματα απόλυτης προτεραιότητας, ενώ σημείωσε ότι μεταξύ τους βρίσκεται και μια ελληνική κοινότητα 100.000 ατόμων, περίπου, επί αιώνες εγκατεστημένη στην Ουκρανία, ιδίως γύρω από την περιοχή της Μαριούπολης, η οποία έχει ήδη θρηνήσει θύματα.
Παράλληλα, επισήμανε ότι η ενωμένη και χωρίς προηγούμενο ομόψυχη ευρωπαϊκή αντίδραση έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα προς τη ρωσική ηγεσία και ξεκαθάρισε «ότι ο αναθεωρητισμός και οι προσπάθειες αμφισβήτησης συνόρων και διεθνών συνθηκών δεν γίνονται αποδεκτές. Ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας μια χώρας, καθώς και η προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, αποτελούν για την Ελλάδα αδιαπραγμάτευτες αρχές».
Αναφερόμενη στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Πορτογαλίας δήλωσε ότι «τονίσαμε, και οι δύο πλευρές, τη σημασία επέκτασης της συνεργασίας σε στρατηγικούς τομείς για την οικονομική ανάπτυξη, ενώ εξετάζουμε τη δυνατότητα μιας βαθύτερης μεταξύ μας συνεργασίας, στους τομείς του εμπορίου, των επενδύσεων και των ανανεώσιμων πηγών».
Για την προσφυγική κρίση, υπογράμμισε ότι «το διπλό ζήτημα, που αναδεικνύει κάθε φορά αυτό που αποκαλούμε μεταναστευτικό/προσφυγικό πρόβλημα, είναι ότι αφ’ ενός μεν τα κράτη μέλη, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στις συνθήκες, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να προστατεύουν τα σύνορά τους, και από την άλλη μεριά ασφαλώς υπάρχουν οι αρχές του ανθρωπισμού. Οι άνθρωποι αυτοί, είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για οικονομικούς μετανάστες, έχουν λόγο που προσπαθούν να βρουν μια καλύτερη τύχη, και θα πρέπει να έχουν απέναντί τους μια ανθρώπινη συμπεριφορά, να τους μεταχειριστούμε σωστά και να τους αξιοποιήσουμε, ενδεχομένως, γιατί μπορεί να έχουν πολλά να προσφέρουν. Εάν καταφέρουν τα κράτη μέλη να συνδυάσουν και να βρουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης, αν ο καθένας αναλάβει το βάρος της ευθύνης που του αναλογεί, τότε υπάρχει ελπίδα. Όμως αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει όλοι να δείξουν την ίδια καλή πίστη, γιατί δεν μπορεί μία, δύο ή τρεις χώρες να σηκώσουν όλο αυτό το βάρος».
Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι «ως τώρα η Ευρώπη δεν είχε καταφέρει να έχει μια σωστή πολιτική για το μεταναστευτικό» και σημείωσε ότι «η συμφωνία του Δουβλίνου έχει πλέον ξεπεραστεί και το θέμα πρέπει με άλλο τρόπο να αντιμετωπιστεί. Η Τουρκία δεν δέχεται να εφαρμόσει αυτή τη στιγμή τη διμερή συμφωνία που έκανε με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2016. Επομένως, έχουμε μια σειρά από προβλήματα και ξέρουμε ότι είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια εξεύρεσης του νέου συμφώνου για τη μετανάστευση».